top of page
ΤΟ ΛΑΚΑΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ
Colette Soler
Μετάφραση Μ. Νικολαϊδου

Το διακύβευμα
Ερώτημα: γιατί ο Λακάν περίμενε την δεκαετία του 70 για να εισάγει την έννοια του λακανικού Πεδίου; Αυτό το διάστημα αρκεί, γνωρίζοντας την αυστηρότητα της μεθόδου του, για να καταλήξει ότι αυτό το Λακανικό Πεδίο δεν περιορίζεται, όπως φαίνεται να το υποθέτουν ορισμένες φορές, στις λεγόμενες «συνδέσεις» με τις πρακτικές και τις συναφείς επιστήμες που εισήχθησαν από το 1964. Με άλλα λόγια, υποστηρίζω ότι για όποιον θέλει πραγματικά να διαβάσει, υπάρχουν περισσότερα ως προς αυτό το θέμα στο Σεμινάριο «L’envers de la psychanalyse» (Η άλλη όψη της ψυχανάλυσης) και στο επόμενο του « L’acte analytique» (Η ψυχαναλυτική πράξη) παρά μέσα στην Πράξη ίδρυσης της Σχολής του 1964 και τα δύο τελευταία τμήματά της.
Η έννοια του Λακανικού Πεδίου είναι αλληλέγγυα εκείνης του Λόγου, την οποία εισήγαγε ο Λακάν την ίδια χρονιά, το 1970. Με αυτόν τον όρο ο Λακάν έχει συμπληρώσει την σειρά του, προσθέτοντας στην λειτουργία και στο πεδίο της ομιλίας και του γλωσσικού λόγου (langage) την τάξη των Λόγων. Ποιό ήταν το διακύβευμα αυτής της προσφοράς, η οποία παράχθηκε μέσα σε μια συγκυρία η οποία δεν είναι αδιάφορη, εκείνη των άμεσων επακόλουθων των αναβρασμών του Μάη του 68;
Είναι ξεκάθαρο ότι ονομάζοντας Λόγο (discours) την ρύθμιση, ή ακριβέστερα τις ρυθμίσεις, στον πληθυντικό, διότι υπάρχει πάνω από μια, οι οποίες διευθετούν τους κοινωνικούς δεσμούς, ο Λακάν εξερχόταν από τον περιορισμένο κύκλο της ατομικής ανάλυσης και ερχόταν αντιμέτωπος με το ζήτημα του συλλογικού. Όμως συγχρόνως και με τρόπο περισσότερο μη εμφανή είναι το όλο ζήτημα της σημασίας του γλωσσικού λόγου (langage) ο οποίος τίθεται εκ νέου. Ακόμη παραπέρα, η αντίληψη του ασυνειδήτου χάνει τον τόνο της και με τέτοιο τρόπο που θα χρειασθεί στη συνέχεια να ξανασκεφθούμε με μεγάλο κόστος, μαζί με το βορρομεϊκό κόμβο, το πρόβλημα της άρθρωσης μεταξύ των τριών “υποστάσεων”: φαντασιακό, συμβολικό, πραγματικό.
Το ασυνείδητο, συλλογικό;
Αρχίζω με το πρώτο ερώτημα εκείνο του συνδέσμου μεταξύ του ατομικού υποκειμένου και τον κόσμο όπου εγγράφεται. Όντως, δεν ήταν ένα καινούργιο ερώτημα. Τέθηκε μάλιστα πολύ νωρίς μέσα στην ψυχανάλυση και καταρχάς με τη συζήτηση που ακόμη επανέρχεται όσον αφορά το συλλογικό ασυνείδητο. Ο Jung βέβαια απέτυχε ενάντια στον Φρόιντ στην προσπάθεια του να αποσυνδέσει το ασυνείδητο από το φύλο. Σ’ αυτό το σημείο, ο χρόνος δεν του έχει δώσει δίκαιο και δεν υπάρχει πλέον κανένας ψυχαναλυτής που να αμφισβητεί γι αυτήν την ενδογενή συνάρτηση. Αντίθετα, η ιδέα του για ένα συλλογικό ασυνείδητο παραμένει όντως σαν ένας εννοιολογικός πειρασμός πάντα λανθάνον μέσα σ’αυτόν τον επιστημονικό χώρο.
Η έννοια είναι ακατάλληλη και μάλλον ανίκανη να δικαιολογήσει την πρακτική η οποία αποκωδικοποιεί κάθε ασυνείδητο ως αθεράπευτα μοναδικό. Θέτει εν τούτοις ένα πραγματικό πρόβλημα: πώς το ασυνείδητο, το οποίο είναι συγχρόνως το πλέον οικείο και το πλέον αγνοημένο στον καθένα, πώς αυτό το ασυνείδητο είναι συνδεδεμένο με την κατάσταση του πολιτισμού; Επομένως δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι είναι, εφόσον τα συμπτώματα από τα οποία πάσχουν τα υποκείμενα εξελίσσονται μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τον πολιτισμό στον οποίο εμφανίζονται.
Η πρώτη ανακάλυψη της ψυχανάλυσης είναι βέβαια εκείνη του ασυνειδήτου ως υπαίτιου συμπτωμάτων και γενικότερα μιας γκάμας περίεργων μορφωμάτων που ξεκινούν από το όνειρο και μια σειρά δυσλειτουργιών λίγο ή πολύ συγκεκριμένων ως προς την συμπεριφορά ή την σκέψη, παραπραξία, λήθη, ψευδή επαναμνημόνευση κ.τ.λ. Εν τούτοις όλα αυτά τα προϊόντα του ασυνειδήτου που ο Φρόιντ μας έχει μάθει να αποκωδικοποιούμε σαν μια γλώσσα, έχουν επίσης την (υ)στορικότητά τους, το γράφω με ένα «υ» σύμφωνα με την γραφή του Λακάν η οποία ομοηχεί μεταξύ ιστορίας και υστερίας. Όντως, οι υστερικοί σήμερα δεν έχουν το ίδιο πρόσωπο μ’ εκείνο της εποχής του Φρόιντ στο σημείο που ορισμένοι φαντάζονται ότι ο αιώνας υπερνίκησε την υστερία. Που είναι άρα, όντως, οι μεγάλες κρίσεις με τις οποίες ευχαριστιόταν ο Charcot, αυτές οι παραλυσίες οι οποίες προκαλούσαν την επιστήμη της ανατομίας, αυτές οι σχάσεις της συνείδησης προσφιλείς στον Janet κ.τ.λ.; Αυτό το απλό γεγονός μας επιτρέπει βέβαια να σκεφτούμε ότι η ασυνείδητη αιτιότητα δεν είναι ξεκομμένη από τις πολιτιστικές συγκυρίες και απαιτεί μια εξήγηση την οποία η ασαφής έννοια του συλλογικού ασυνειδήτου δεν προσφέρει, διότι δεν προκαλεί παρά την αναβολή του ερωτήματος. Μπορούμε έτσι να επανατοποθετήσουμε την λογική της μεθόδου του Φρόιντ και εκείνης του Λακάν διότι και οι δύο αναζήτησαν να σκεφθούν αυτήν την σύνδεση.
Ας αναρωτηθούμε ως προς αυτό που ο Φρόιντ έχει διατυπώσει ως το πλέον πειστικό, το οποίο αφορά το ερώτημα σχετικά με την γνώση του τρόπου που το συλλογικό έρχεται να εγγράψει το σημάδι του στο ενδόμυχο του υποκειμένου. Για να ειπωθεί με συνθετικό τρόπο, θυσιάζοντας επομένως τις απαιτούμενες αποχρώσεις πάντα στο θέμα της φροϋδικής διδασκαλίας και χωρίς να αρκεσθούμε στην αναφορά του στην φυλογενετική κληρονομιά, διόλου πιο αποτελεσματική από ό,τι το συλλογικό ασυνείδητο, μπορούμε να απομονώσουμε το ερώτημά του: είναι μέσω του ιδανικού του εγώ, Ideal Ich, δημιουργημένο μέσα από την ενδοβολή των μεταδιδόμενων αξιών και άμεσα σε δράση στην λειτουργία της απώθησης των καταδικασμένων ενορμήσεων που το ασυνείδητο του καθενός δεν υφίσταται χωρίς να είναι συνάρτηση του γενικού Λόγου. Η έννοια της ψυχονεύρωσης της άμυνας, η οποία μ’ αυτό που μετέφερε από μια εσωτερική σύγκρουση, μεταξύ από τη μια πλευρά με τις ενορμήσεις και επιθυμίες και από την άλλη με τους κανόνες και με τις αξίες, εμπεριείχε ήδη εξαρχής την σύνδεση μεταξύ νεύρωσης και κοινωνίας σύνδεση που ο Φρόιντ δεν είχε πάψει ποτέ να σκέφτεται συνεχώς μέχρι την «Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» περνώντας από διάφορα κείμενα της δεκαετίας του 20 «Συλλογική ψυχολογία και ανάλυση του εγώ» και «Το εγώ και το αυτό».
Για τον Λακάν, η λύση περνά προφανώς από τον γλωσσικό λόγο [langage], όμως κατασκευάστηκε σε διάφορες φάσεις. Με την επιστροφή του στον Φρόιντ, στην αρχή δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να αναγνωρίσει την λεκτική φύση του φροϋδικού ασυνειδήτου. Και τι άλλο θα ήταν από τον γλωσσικό λόγο , εφόσον αποκωδικοποιείται; Αναγνώρισε σ’ αυτό που ο Φρόιντ όρισε ως «εργασία» του ασυνειδήτου τους μηχανισμούς οι οποίοι βρίσκονται εξίσου μέσα στο λογοπαίγνιο όπως και στην ποίηση, με τη διαφορά ότι το ασυνείδητο εργάζεται μόνο του- και είναι εκεί τελικά, πολύ περισσότερο από ότι ως προς το φύλο [sexe], το πραγματικό σκάνδαλο της φροϋδικής ανακάλυψης: αυτή η «extimité»* ανήσυχη και ενοχλητική που βασανίζει το υποκείμενο.
Αυτό το πρώτο βήμα ενείχε μια συνέχεια: να αναγνωρίσουμε μέσα στο ίδιο το φροϋδικό ασυνείδητο, ένα επακόλουθο γλωσσικού λόγου. Είναι ένα τελείως άλλο βήμα, διαφορετικό άν και συναφές και το οποίο συνηγορεί για την αποτελεσματικότητα του γλωσσικού λόγου πάνω στο πραγματικό. Η λακανική θέση κατεξοχήν δεν είναι ότι το ασυνείδητο είναι γλωσσικός λόγος, διότι δεν έχουμε εδώ τίποτα άλλο από την εκ νέου διατύπωση της φροϋδικής πρακτικής. Η υπόθεση, την οποία την τοποθετεί όχι στο λογαριασμό της γλωσσολογίας αλλά της «linguisterie», πηγαίνει πολύ πιο πέρα και δεν την έχουμε ακόμη υπολογίσει ικανοποιητικά. Θέτει ότι ο γλωσσικός λόγος, ως ίδια τάξη στον άνθρωπο, εγγράφεται μέσα στο πραγματικό και το μεταβάλλει. Δεν υπάρχει μέσον, μέσα στην ψυχανάλυση, να κατανοήσει κανείς το δεσμό του ασυνειδήτου το οποίο αποκωδικοποιείται μέσα στα διάφορα μορφώματα με την σταθερότητα του συμπτώματος, τις επαναλήψεις της συμπεριφοράς, τις παρορμήσεις της επιθυμίας, χωρίς να αναγνωρίζουμε ότι ο λόγος [langage],, πέρα από το ότι είναι απλώς, όπως το φανταζόμαστε πρόθυμα, ένα μέσον έκφρασης ή επικοινωνίας, είναι καταρχήν ένας τελεστής που μεταμορφώνει το πραγματικό.
Η λακανική υπόθεση
Το επακόλουθο υποκείμενο
Αυτή η υπόθεση την οποία επεξεργάστηκε για να εξηγήσει το υποκείμενο της ψυχανάλυσης το 1973 μέσα στο Σεμινάριο Encore (Ακόμη), ωστόσο ήταν παρούσα ήδη από τον ορισμό του υποκειμένου ως συνέπεια του αιτήματος. Η υποδοχή κάποιου στη διάσταση του λόγου [langage], την «dit-mension» όπως γράφει ο Λακάν, να γίνει κανείς αυτό το ομιλόν όν που γίνεται κάθε παιδί, εκτός από τον μικρό αυτιστικό ίσως, το να εισαχθεί μέσα στον οίκο του ρήματος που προηγείται από εμένα και με περικλείει ενώ συγχρόνως με πιέζει με όλα τα a priori του, δεν συνίσταται απλά στο να αποκτά το επιπλέον εργαλείο το οποίο λείπει στα ανώτερα θηλαστικά. Αυτή η είσοδος στον λόγο είναι ακόμη κάτι πολύ περισσότερο: μια έξοδος από το «φυσικό». Φυσικό το οποίο εξάλλου δεν μπορούμε παρά μόνο να το φανταστούμε, που υποθέτουμε ότι είναι το ίδιον του ζώου, η χαμένη αρετή της πρωταρχικής ζωής, το πληρωμένο τίμημα για τον εξανθρωπισμό που εκφυλίζει - το οποίο κανένα παιδί λύκος ποτέ δεν πιάνει.
Διότι το πραγματικό που χρειάζεται να μεταμορφωθεί είναι καταρχήν εκείνο του μικρού ανθρώπου ως ζώντας. Αναφέρω την άλφα βήτα: Πρέπει στην ανάγκη {….} να προστεθεί το αίτημα ώστε το υποκείμενο (πριν από κάθε δομή γνωσιακή) να κάνει την είσοδο του στο πραγματικό, ενώ η ανάγκη γίνεται ενόρμηση, εφόσον η πραγματικότητά της εξαφανίζεται με το να γίνεται σύμβολο μιας ικανοποίησης αγάπης. Βλέπουμε το παράδοξο αυτής της πρώτης συνέπειας του περάσματος από το αίτημα: αρθρωμένο σε λόγο, το αίτημα παράγει αρχικά το υποκείμενο ως κοινωνικό είναι, συνδεδεμένο με τον Άλλο ο οποίος του μιλάει (το ασυνείδητο δεν είναι συλλογικό, αλλά δεν είναι χωρίς το δεσμό του λόγου), όμως με την ίδια κίνηση, μετατρέποντας τους κυκλικούς ρυθμούς της ζωτικής ανάγκης, παράγει τις ενορμήσεις με την ανταρσία τους, τον κατακερματισμό τους και τις άσβεστες απαιτήσεις, που διασαφανίστηκαν πολύ νωρίς από τον Φρόιντ. Μετατρέποντας έτσι τον ζωντανό οργανισμό σε υποκείμενο, μ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται αυτή η απώλεια ζωής, αυτή η έλλειψη στο είναι, όπου ενεργοποιούνται εκ νέου επ’ άπειρο και οι επιχειρήσεις της επιθυμίας και το ακόρεστο της αγάπης.
Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της απόδειξης. Το 1973, ο Λακάν επικαλείται εκ νέου την συνέπεια λόγου [langage],: η υπόθεσή μου, είναι ότι το άτομο το οποίο δέχεται την επίδραση [affecté] από το ασυνείδητο είναι το ίδιο το οποίο γίνεται αυτό το οποίο ονομάζω το υποκείμενο του σημαίνοντος[….](2). Προφανώς είναι η ίδια θέση και επίσης μια άλλη, διότι η έμφαση έχει μετατοπισθεί από την υποκειμενική κοιλότητα που παράγει ο λόγος πάνω στο υποκείμενο που εκπροσωπεί προς την οικονομία αυτού που αφήνει ως απόλαυση στον ομιλούν όν. Εξ ου ο όρος «ομιλόν» τον οποίον ο Λακάν καταλήγει να τον υποκαταστήσει με εκείνον του υποκειμένου για να πει ότι ο δρών λόγος [langage], μέσω της ομιλίας, αγγίζει την απολαμβάνουσα ουσία του σώματος, όχι μόνο για να την καταστήσει αρνητική, αλλά για να την ρυθμίσει και μάλιστα για να την καταστήσει θετική αλλιώς. Εξ ου, ακόμη, μια μετάθεση του συμβολικού προς το πραγματικό του ίδιου του ορισμού του ασυνειδήτου.
Ο λόγος (langage) έχοντας περάσει μέσα στο πραγματικό
Εν τω μεταξύ, όμως, γενίκευσε την υπόθεση: δεν είναι μονάχα το ατομικό υποκείμενο, είναι όλη η πραγματικότητά μας, «σχεδόν με τις πέντε αισθήσεις» που είναι ζυμωμένο από τον λόγο. Το πράγμα θα έπρεπε να εντυπωσιάζει όταν πρόκειται για την λεγόμενη κοινωνική πραγματικότητα, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, του ζευγαριού, με άλλα λόγια της ρύθμισης των δεσμών μεταξύ των πολιτών, των γενεών, ή των όντων που θεωρούνται ως έχοντες φύλο. Δεν είναι λιγότερο αποτελεσματικό εντούτοις στο επίπεδο το πλέον υλικό, όπως εκείνο π.χ. όλων των αντικειμένων που η επιστήμη έφερε στο φως, τα οποία ανατρέπουν την ίδια πρωταρχική φύση και ως εκ τούτου εργαλειοοποιούν και μερικές φορές απειλούν τις πολιτισμένες μας ….ζωές.
Η ψυχανάλυση αποδείχθηκε ως φορέας αυτής της «ανατροπής του υποκειμένου» για την οποία καταρχήν ο Λακάν μας έχει μιλήσει και που ο Φρόιντ προείπε ή είπε πιο πριν με τον όνομα του ευνουχισμού, το πεδίο της φροϋδικής αλήθειας όντας συγχωνευμένο με την ίδια την αναλυτική πρακτική, αν και θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ τι υποθέτει ως θεώρηση που την κατευθύνει και την καθιστά εφικτή στην σκέψη. Το λακανικό πεδίο, προϋποθέτει ασφαλώς, το φροϋδικό πεδίο, όμως αναφέρεται πέρα από την μόνη θεώρηση του ατομικού υποκειμένου. Αυτό το κάνει, το 1970, με την έννοια του «Λόγου»-discours ο οποίος, ας ειπωθεί στην πορεία, καθιστά άχρηστη την επίκληση ενός συλλογικού ασυνειδήτου καθώς και μια ενδεχόμενη φυλογενετική μετάδοση. Αυτό το οποίο είχε αρχικά επικαλεσθεί ως «αφρίζουσες συνενώσεις του Έρωτα του συμβόλου», για να υπογραμμίσει πόσο οι δεσμοί της λίμπιντο περνούν από εκείνους των σημαινόντων, ο Λακάν το περατώνει με την έννοια του Λόγου, ορίζοντας το ως μια τάξη του λόγου [langage], εγγεγραμμένο μέσα στο πραγματικό και το οποίο καθορίζει ότι μπορεί να αρθρωθεί ως ομιλία.
Ας το πούμε λοιπόν: δεν είναι το υποκείμενο το οποίο είναι δομημένο από το συλλογικό, είναι μάλλον το συλλογικό, το οποίο, όπως το υποκείμενο είναι δομημένο από τον λόγο [langage],. Εξ ου και η καταλληλότητα του όρου του Λόγου [ Discours] για να προσδιορίσει τους τρόπους των διαφόρων κοινωνικών δεσμών. Αυτή είναι η γενίκευση της υπόθεσης της αποτελεσματικότητας της γλώσσας: υπάρχουν δεσμοί βιώσιμοι και ρυθμισμένοι των σωμάτων μόνο - εφόσον δεν πρόκειται πλέον μόνο για υποκείμενα- μέσα από την τάξη του λόγου. Μπορούμε επομένως να πούμε, εάν θέλουμε, ότι το λακανικό πεδίο δεν είναι τίποτα άλλο από την αποτελεσματικότητα του λόγου εν γένει, όμως υπό την προϋπόθεση να μην συγχέουμε τον λόγο με το μόνο μπλα, μπλα και να προσθέσουμε: του λόγου που έχει περάσει μέσα στο πραγματικό, πράγμα, το οποίο, αμέσως- αμέσως , είναι τελείως άλλο πράγμα. Έτσι βλέπουμε ότι το φροϋδικό πεδίο εμφανίζεται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση θα μπορούσα σχεδόν να πω ένα περιορισμός του λακανικού πεδίου και ότι το ασυνείδητο, αποτέλεσμα λόγου, γενικεύεται μέσα στην θέση του πολιτισμού, αποτέλεσμα λόγου. Με το εργαλείο του λόγου, όπως λέει ο Λακάν, με την δομική σχέση μόνο μεταξύ των όρων, βρίσκονται ήδη εδώ ένας ορισμένος αριθμός θεμελιακών σχέσεων, σταθερών, οι οποίες καθορίζουν το πλαίσιο και επομένως τα όρια και την ερμηνεία οιασδήποτε συμπεριφοράς: «ο Λόγος δομεί τον πραγματικό κόσμο».
Λήθη της θέσης
Η υπενθύμιση αυτών των θέσεων δεν είναι απλά περιφερειακή την στιγμή που βάζουμε το λακανικό πεδίο στο πρόγραμμά μας. Ο Λακάν μπόρεσε να πει ότι μόνο όταν η ψυχανάλυση θα έχει καταθέσει τα όπλα της μπροστά στα αυξανόμενα αδιέξοδα του πολιτισμού, τότε θα επανεξετασθούν οι επισημάνσεις των Γραπτών του. Είναι σαν να λέμε ότι δεν περιόριζε την εμβέλεια της υπόθεσής του μόνο στην αναλυτική κλινική και ότι στόχευε πέρα από το φροϋδικό πεδίο. Εάν θέλουμε επομένως να δώσουμε σ’ αυτήν την λακανική υπόθεση κάποιο μέλλον, ας αναρωτηθούμε ποια ήταν και ποια είναι η επιτυχία του.
Θα πρέπει επίσης να πούμε επιπλέον, ότι οι λακανικοί, οι οποίοι δεν είναι λίγοι ευτυχώς, παραμένουν οι μόνοι οι οποίοι υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη. Ο Λακάν ο ίδιος υπήρξε μόνος. Το πράγμα δεν του ξέφυγε εξάλλου και έγραψε στο άρθρο «Η Τρίτη», πόσο οι Αγγλο-σάξονες ψυχαναλυτές, δεν μπορούν να φαντασθούν ότι ο λόγος έχει συνέπειες και ότι οι ενορμήσεις φέρουν τα σημάδια του. Καμία άλλη φωνή από εκείνη του Λακάν δεν ανυψώθηκε για να πει ότι γλωσσικός λόγος είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό εργαλείο: ένας δρών που συγκροτεί το ομιλ-όν [parletre ] και τον κόσμο του. Θα έπρεπε μάλλον να πω τους κόσμους του.
Όσο για εκείνους οι οποίοι λέγονται λακανικοί, εάν υποθέσουμε ότι έλαβαν υπόψη τους την υπόθεση, είτε τη θεωρούν από ό,τι φαίνεται τόσο κεκτημένη, και με τρόπο τόσο γενικό, που απαλλάσσονται από το να την θέσουν υπό συζήτηση και υποδοκιμασία, περιορίζοντας την μ’ αυτόν τον τρόπο σε μια ευτελή χρήση για αιρετική συμμαχία. Είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων, την λαμβάνουν υπόψη τους, αλλά περιορίζουν την απήχησή της μόνο στην αναλυτική κλινική, τόσο λίγο αποδεικτική για όποιον δεν έχει πρόσβαση μέσω της εμπειρίας. Είτε, τελικά, και αυτό είναι συχνό, παραγνωρίζουν ότι ξεπερνά την απλή λειτουργία της ομιλίας, δηλαδή παραγνωρίζουν το ουσιώδες. Έτσι αφήνουν, όντως χωρίς ανταπάντηση, τις αντίθετες προϋποθέσεςι οι οποίες προέρχονται από την επιστήμη και οι οποίες ισχυρίζονται ότι αφομοιώνουν την διάσταση του υποκειμένου μέσα στις λειτουργικότητες του σώματος, νευρολογικές, γενετικές ή άλλες.
Αποτέλεσμα: η εξάπλωση των διαφόρων πρακτικών οι οποίες επικαλούνται την ψυχανάλυση δεν περιορίζει εδώ και 50 χρόνια περίπου, την (extraterriorialité) εξω-εδαφικότητα του τομέα. Η «εξω-εδαφικότητα» είναι όρος που χρησιμοποίησε ο Λακάν από το 1956, το 1967 το επανέφερε για να οικτίρει την θέση της αναλυτικής θεωρίας μέσα στην κουλτούρα, δηλαδή την αναγνωρισμένη ex-sistence –ύ-παρξη- της, αποδεκτή, με το τίμημα όμως κάποιας θεωρητικής περιθωριοποίησης, φτιαγμένη από ένα μείγμα σεβασμού και αδιαφορίας που την αφήνει, όντως, εκτός συζήτησης, περιφραγμένη και χωρίς λαβή πάνω στον σύγχρονο λόγο. Το άλλο όνομα αυτής της εξωεδαφικότητας, είναι εκείνο της… διάκρισης [ ségrègation].
Οι ψυχαναλυτές, ακόμα και αν εξηγούνται άσχημα, δεν είναι πιθανότατα οι μόνοι υπεύθυνοι για αυτό, αντίθετα όπως φαίνεται από αυτό που υπέθετε ο Λακάν, διότι ο ίδιος τους ο χώρος δεν ξεφεύγει από την γενικευμένη άνοδο των καταγγελιών διάκρισης οι οποίες χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Αυτή η άνοδος έχει την λογική της: απαντά στην ανάλογη δίκη της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, όπου ο λόγος της ενιαίας αγοράς θριαμβεύει εξορίζοντας όλες τις διαφορές, όποιας τάξης και εάν είναι, σε περιορισμένους χώρους. Είμαστε στην εποχή των lobbies, των μεγάλων συνάξεων (Woodstock ή Ρώμη), των φυσικών ζωολογικών κήπων ή μη και της σέκτας, είναι ολοφάνερο. Χρειάζεται κανείς να μπει σ’ αυτή τη λογική, να μην βασίζεται τότε παρά μόνο στον αριθμό και την συνέπεια μεταβίβασης που προκαλεί, να αυξηθεί και να πολλαπλασιαστεί κανείς για να έχει βαρύτητα μέσα στο πραγματικό;
Η καλπάζουσα και μεθοδική εξάπλωση του λακανικού προσανατολισμού ίσως δεν έχει άλλο νόημα. Πραγματισμός… Όμως τι γίνεται τότε «η εξάπλωση της πράξης» που ο Λακάν, την ίδια ημερομηνία του 1967, έλεγε ότι στοχεύει και η οποία είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον πολλαπλασιασμό των αυτοαποκαλούμενων λακανικών; Δεν αρκεί βέβαια να απαντήσουμε ότι είναι η Σχολή η οποία οφείλει να ανταποκριθεί σ’ αυτήν εδώ την αναγκαιότητα διότι η σχολή δεν θα είναι Σχολή ψυχανάλυσης παρά μόνο εάν καταφέρουμε να ματαιώσουμε την εναλλακτική: ή το σεκταριστικό γκέτο της ενιαίας γλώσσας ή η διάλυση μέσα στην ιδεολογία της βοηθητικής ψυχολογίας, είτε παραδόξως τα δύο συγχρόνως. Απ’ αυτή την άποψη και αν και με έμμεσο τρόπο, η εννοιολογική ανάπτυξη του λακανικού πεδίου είναι επίσης η συνθήκη της Σχολής, συνθήκη στο επίπεδο του Λόγου προφανώς.
Επανέρχομαι στο Λακανικό Πεδίο. ........
bottom of page