top of page
Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία
Ο Ζακ Λακάν, ο σημαντικότερος ψυχαναλυτής μετά τον Φρόϋντ, προσέδωσε στη ψυχανάλυση τη γνήσια φροϋδική της ταυτότητα μετά τις άπειρες παρερμηνείες και μεταλλαγές που υπέστη η ψυχανάλυση από διάφορα ρεύματα μέσα στο χρόνο. Η ψυχανάλυση εστιάζεται στην ιδιαιτερότητα του κάθε αναλυόμενου, του κάθε ανθρώπου, του κάθε υποκειμένου, μακριά από το δογματισμό του σύγχρονου επιστημονικού λόγου της εποχής μας που κατηγοριοποιεί το υποκείμενο σε «άρρωστο» και «μη άρρωστο» ανάλογα με τη συμπεριφορά και τα συμπτώματά του. Διαφοροποιείται δηλαδή η ψυχανάλυση από τη διαλεκτική της νόρμας και της ιατρικοποίησης του ψυχισμού, εξού και ο λόγος της είναι ανατρεπτικός.
Ο στόχος της ψυχανάλυσης δεν είναι να προσαρμόσει το υπο-κείμενο, δηλαδή τον κάθε άνθρωπο, στα δεδομένα της κοινωνίας, στην θεραπευτική διαδικασία ο αναλυόμενος έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του δια μέσω της ομιλίας του, με τις συντεταγμένες, τις αντινομίες και τις αδυνατότητες της επιθυμίας του. Η ψυχανάλυση δεν είναι απλά μια μέθοδος για τη "θεραπεία των ψυχολογικών διαταραχών", αλλά είναι μια θεραπευτική που αφορά το αδύνατο της ύπαρξης.
Αυτό που κάνει το υποκείμενο να υποφέρει δεν είναι το σύμπτωμα, το άγχος, η εμμονή, η σεξουαλική του επιλογή, η ανικανότητα, η θλίψη, γενικά η διαταραχή στην καθημερινότητά του εν ολίγοις. Το σύμπτωμα είναι εκείνο που επενεργεί ως καταλύτης, δίνοντας μια λύση μπροστά σε αυτό που αδυνατεί το υποκείμενο να δώσει ένα νόημα, δηλαδή το σύμπτωμα είναι η κατασκευή του ίδιου του υποκειμένου, και κάθε σύμπτωμα έχει μια ιδιαίτερη θέση στη ζωή του κάθε υποκειμένου. Γι αυτό και η συμπεριφορά ή τα συμπτώματα που φέρνει στο κλινικό πλαίσιο δεν είναι ο μόνος στόχος της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, διότι η συμπεριφορά, η διάθεση (ακόμη και τα συμπώματα) μεταλλάσσονται συνεχώς.
Εκεί που λέει ένας άνθρωπος με κρίση πανικού, για παράδειγμα: "το ξέρω ότι δεν είναι λογικό να αισθάνομαι άγχος αλλά δε ξέρω τι συμβαίνει, γιατί το παθαίνω αυτό" ή ένας άνθρωπος που συνεχώς αποτυγχάνει στις σχέσεις του "κάθε φορά με αφήνουν, δε ξέρω γιατί, κάνω ό,τι μπορώ και στο τέλος οι άλλοι φεύγουν", εκεί είναι που σταματά η ψυχο-λογία του συμπτώματος και η ψυχανάλυση αναλαμβάνει να ακούσει ανάμεσα στο λέγειν και το λεχθέν του υποκειμένου. Ο Φρόϋντ από τις απαρχές του 20ου αιώνα είχε πει ότι το υποκείμενο είναι σαν υπνωτισμένο, βιώνει πράγματα για τα οποία δεν μπορεί να δώσει μια εξήγηση, κάνει πράγματα τα οποία δεν θέλει, αισθάνεται και βιώνει καταστάσεις δύσκολες χωρίς να μπορεί να δώσει ένα τέλος. Το ασυνείδητο λοιπόν λειτουργεί και επενεργεί στη ζωή του ανθρώπου με επαναλήψεις και βιώματα επάνω στα οποία θεωρεί ότι αδυνατεί να κάνει κάτι ο ίδιος. Δεν είναι το ασυνείδητο μια "σκοτεινή δύναμη" επάνω στην οποία πρέπει ο αναλυτής να ρίξει φως, είναι το πώς έχει το υποκείμενο λάβει μια συγκεκριμένη θέση μπροστά στο α-δύνατο. Αυτό ακριβώς αφορά στη ψυχανάλυση.
Η ψυχολογία της νόρμας δεν είναι ψυχανάλυση
Ο ψυχαναλυτής δεν ενδιαφέρεται για το «σωστό» ή το «λάθος», το «νορμάλ» ή το «ανώμαλο», το «πρέπον» ή το "απρεπές". Αυτά τα σημαίνοντα (λέξεις) εδράζονται σε μια ηθικολογία που περισσότερο έχει σχέση με το σύμπτωμα του κοινωνικού λόγου, τα ιδεώδη της εποχής που εδράζονται στην ανάγκη για μια υπαρξιακή εγγύηση, και τη ψυχολογία της συνείδησης, δηλαδή του φαντασιακού ιδανικού εγώ, παρά με την επιθυμία του κάθε υποκειμένου. Και η επιθυμία είναι αυτό που παραβλέπεται από τον εμπειρισμό της διάγνωσης.
Ο ψυχαναλυτής προσφέρει το αυτί του σε ό,τι έχει να πει ο αναλυόμενος ανά-μεσα στους συνειρμούς του. Κι αυτό το ανάμεσα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία ως προς την επιθυμία. Αυτό που ενδιαφέρει την ψυχανάλυση είναι η αλήθεια του κάθε ανθρώπου. Αυτή η αλήθεια δεν είναι η αλήθεια των γονέων του, των συγγενών, των φίλων, ή του περίγυρού του, ούτε του «εγώ», αυτού που ονομάζεται στη ψυχολογία «εαυτός», "προσωπικότητα" ή «ταυτότητα», το οποίο στη ψυχανάλυση εδράζεται σε μια φαντασιακή κατασκευή που δεν αφορά την πραγματική διάσταση του υποκειμένου αλλά μια κατασκευή. Η αλήθεια και η ψυχο-λογία, δηλαδή ο λόγος του κάθε υποκειμένου δεν μπορεί να επικυρωθεί με την κλασσική έννοια της απόδειξης: «λέω αλήθεια» ή «λέω ψέματα» (ας θυμηθούμε το κείμενο του Φρόϋντ " Η Άρνηση"), ούτε με την ενίσχυση της κατασκευής του "εγώ" ή αυτό που λένε "προσωπικότητα". Κατά τον Φρόϋντ μάλιστα αυτό που "λέει αλήθεια" δεν είναι σίγουρα το υποκείμενο που μιλά από το "εγώ", αλλά το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Είναι μια αλήθεια ασυνείδητη, που αναδύεται μέσα στο λέγειν του υποκειμένου και αποκαλύπτει, εκπλήσσει, και τον ξυπνά.
Πέραν της αλήθειας που μπορεί να ειπωθεί διαμέσω του λόγου και της ομιλίας βρίσκεται και μια άλλη αλήθεια η οποία δεν μπορεί να ειπωθεί. Το ασυνείδητο ενδιαφέρει τη ψυχανάλυση γιατί εκεί εδράζεται εκείνο που μπορεί να λογοποιηθεί μέσω της ομιλίας - της συμβολικής διάστασης κατά τον Λακάν-, αλλά υπάρχει κι η αλήθεια που αφορά το κάθε υποκείμενο η οποία δεν εδράζεται σε κανένα λόγο, καμία ομιλία, αυτό που ονόμασε ο Λακάν το πραγματικό. Είναι εκεί που το νευρωσικό υποκείμενο - δηλαδή ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται υπό του κειμένου της γλώσσας- σηκώνει τα χέρια ψηλά. Δεν μπορεί να πει τίποτε γι αυτό. "Δε ξέρω γιατί, δε ξέρω!" λέει το υποκείμενο, κι εκεί είναι που πιο πολύ από κάθε άλλη στιγμή ο ψυχαναλυτής και ο ψυχαναλυόμενος έχουν κάθε λόγο να ακούσουν πέραν του ασυνείδητου που είναι δομημένο σαν γλώσσα, το ασυνείδητο που εδράζεται στο άλεκτο, το πραγματικό ασυνείδητο.
Τι αφορά την Ψυχανάλυση
Ανάμεσα σε ένα lapsus, ένα σαρδάμ όπως λέμε, «ήθελα να πω αυτό αλλά είπα εκείνο», "δεν εννούσα αυτό", την παραπραξία, τη λήθη, το όνειρο, και διάφορες άλλες εκφάνσεις του ασυνειδήτου και της ομιλίας του αναλυόμενου, σ'αυτό το άνοιγμα, αναδύεται μια αλήθεια η οποία δεν αποτελεί μέρος της γνώσης του υποκειμένου στη διάσταση του «εγώ», του συνειδητού. Το "εγώ" αποτελείται από ταυτίσεις, είναι μια φαντασιακή κατασκευή που δεν αφορά το Είναι του υποκειμένου. Η συμπεριφορά λοιπόν δεν αποκαλύπτει την αλήθεια του υποκειμένου, η συμπεριφορά ανήκει στο "εγώ", είναι μια κατασκευή, μια φαινομενικότητα. Μια αιώνια παρ-εξήγηση, γι αυτό και αυτό που λέμε δεν είναι αυτό που θέλουμε να πούμε, αυτό που κάνουμε δεν είναι αυτό που θέλαμε να κάνουμε, και αυτό που προβάλλουμε προς τους άλλους δεν είναι αυτό που είμαστε. Πόσες φορές άραγε λέμε "Δε ξέρω γιατί το είπα αυτό, γιατί το έκανα αυτό, δεν ήμουν ο εαυτός μου, δεν είμαι αυτό". Ε λοιπόν αυτό ακριβώς είναι το "εγώ", ποτέ δε συναντιέται με το Είναι, το υποκείμενο της επιθυμίας. Το υποκείμενο της επιθυμίας είναι αυτό που απασχολεί τη ψυχανάλυση, την επιθυμία του κάθε ενός. Η ομιλία - όσο και η σιωπή - αποκαλύπτει την αλήθεια του κάθε υποκειμένου και δια μέσου αυτής το υποκείμενο μπορεί να οδηγηθεί στην επιθυμία του.
Η ψυχανάλυση είναι μια πράξη γνώσης του ασυνείδητου του κάθε αναλυόμενου, δηλαδή αυτού που του δημιουργεί εν αγνοία το πεπρωμένο του, τα συμπτώματα που επικαλύπτουν την επιθυμία του, και τον κάνουν να υποφέρει. Άγχος, θλίψη, κρίσεις πανικού, αποτυχημένες σχέσεις, επαγγελματικές δυσκολίες, σεξουαλικές, φιλικές, προσωπικές, ή οικογενειακές κρίσεις, όλα σε μια επανάληψη την οποία αποδίδουμε σε ένα ένα Άλλο που ονομάζουμε «κάρμα», «πεπρωμένο», «κακή τύχη», και διάφορες ψυχολογικές προσεγγίσεις σήμερα "διαταραχή". Κάποια στιγμή λοιπόν το «ανυπόφορο» φτάνει στο τέρμα και ο άνθρωπος αναζητά ανακούφιση από αυτό που τον βασανίζει.
Η ομιλία είναι ανακάλυψη της ψυχανάλυσης και η βάση στην οποία τοποθετήθηκε η σύγχρονη ψυχολογία που δυστυχώς τις περισσότερες φορές την αποκλείει για χάριν της καταγραφής των συμπτωμάτων κατά το DSM. Η ομιλία αποκαλύπτει το υποκείμενο, γι αυτό και αυτό πρέπει να μιλάει. Το σημαίνον (λέξη, εικόνα, γράμμα) ως ο μεσάζων όλων όσων μας συμβαίνουν όταν υποφέρουμε, η ομιλία του υποκειμένου, αυτό ενδιαφέρει τη ψυχανάλυση. Από τη στιγμή που κάτι λέγεται και ακούγεται, ειπώνεται και υποτίθεται, τότε μιλάμε για ψυχαναλυτική δουλειά. Ο αναλυτής δεν κατευθύνει το υποκείμενο σε μια πράξη που αφορά τη συνείδηση, άλλωστε αυτό που είναι συνειδητό δεν είναι και αυτό που δημιουργεί πόνο στον άνθρωπο. Ο αναλυτής προσφέρει το αυτί του δίνοντας χώρο στην ομιλία του κάθε ενός που τον επισκέπτεται ώστε να μπορέσει να αναδυθεί η επιθυμία, προσφέρει την ψυχαναλυτική ερμηνεία και παρεμβαίνει ανάλογα ώστε να βοηθήσει τον αναλυόμενο να βρει την αλήθεια του.
Η αναλυτική ερμηνεία δεν είναι εξήγηση! Δεν είναι ο αναλυτής ο Κύριος της Γνώσης του ασυνειδήτου. Η αναλυτική ερμηνεία είναι το "άνοιγμα" που προφέρεται στον αναλυόμενο ώστε να μπορέσει να οδεύσει εκεί όπου δεν υπάρχει γνώση. Η αναλυτική ερμηνεία δεν είναι η προσφορά του νοήματος που κλείνει και κλειδώνει το υποκείμενο, αλλά του ερωτήματος που διανοίγεται στην επιθυμία.
Η ψυχανάλυση δεν είναι ψυχοθεραπεία, είναι θεραπεία δεν στοχεύει στην αρμονία της σχέσης με τον Άλλο ούτε απευθύνεται στην ενδυνάμωση του Εγώ, συνταγή δημιουργίας ενός άλλου μύθου που θα χαϊδέψει το υποκείμενο και θα καταστήσει τον ψυχοθεραπευτή ένα Άλλο, Κύριο, εγγυητή της γνώσης της αλήθειας του υποκειμένου. Αντιθέτως, η ψυχανάλυση αποκαλύπτει αυτή τη φαντασίωση, φέρνει το υποκείμενο σε μια γνώση του σεναρίου που έγραψε από πολύ παλιά για να μπορέσει να καλύψει τη συνάντηση με το τραύμα του, εκείνο που το άφησε άναυδο ( το πραγματικό), ώστε να αποκαλυφθεί κατά κάποιο τρόπο και η θέση που έχει λάβει σε όλη του τη ζωή.
Η ψυχανάλυση είναι ανατρεπτική, αφού δεν προσφέρει κοινές ή κανονικοποιημένες λύσεις που επιδιώκουν να εντάξουν το υποκείμενο στη νόρμα . Μάλλον το αντίθετο! Προσφέρεται προς τον καθένα υποστηρίζοντας το δικαίωμα εξαίρεσης από την νόρμα, ως επιθυμούν υποκείμενο. Η ψυχανάλυση δημιουργεί την προϋπόθεση να καταλάβει κανείς τις δυναμικές του ασυνειδήτου του, κι αυτό έχει αποτέλεσμα στη ζωή και στις σχέσεις του κάθε αναλυόμενου.
Ο Αναλυόμενος
Ο κάθε άνθρωπος όμως που θέλει να πάει σε αναλυτή για ένα πρόβλημά του πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι θα έχει ενεργό ρόλο στη δουλειά που θα κάνει. Δεν είναι ο αναλυτής ο φαροφύλακας της αλήθειας του αναλυόμενου, είναι απλά ο μεσάζων για την αλήθεια που θα αποκαλυφθεί μέσα στην ιστορία του υποκειμένου. Η αναλυτική θεραπεία αποκαλύπτει τα ασυνείδητα κίνητρα. Αν κάποιος υποφέρει από τις ασυνείδητες "δυναμικές" είναι μόνο μέσα από την προσωπική ομιλία, το λόγο του γύρω από αυτό που τον κάνει να υποφέρει που θα μπορέσει να περάσει σε αυτό που λέμε "αναλυόμενο", να θέσει ερωτήματα για όλα αυτά που θεώρησε δεδομένα και γεμάτα νόημα και έννοιες, και να μπορέσει να συναντήσει την επιθυμία του.
Ο Λακάν, στο σεμινάριο "Η Αναλυτική Πράξη" λέει πως "Ο ψυχαναλυόμενος, μέσα στην εμπειρία, δεν είναι ούτε ένα άτομο, ούτε ένα πρόσωπο, δεν είναι ούτε ένας ασθενής ούτε ένας άρρωστος, είναι σε θέση υποκειμένου – «είναι βασικά εκείνος που ομιλεί και πάνω στον οποίο βιώνονται οι επιπτώσεις της ομιλίας»
Η ψυχανάλυση προσφέρει ένα τόπο όπου η προσαρμογή δεν αποτελεί αίτημα ούτε στόχο. Η ψυχανάλυση δεν στοχεύει στην νορμαλοποίηση αλλά στην επιθυμία του κάθε υποκειμένου. Η ανάδυση της επιθυμίας του κάθε ανθρώπου αποτελεί τον πυρήνα της ψυχανάλυσης. Μια ζωή όπου η επιθυμία είναι παρούσα αξίζει, και η ανάλυση είναι μια μοναδική ευκαιρία για να μπορέσει κανείς να φτάσει εκεί!
bottom of page