top of page

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΩΣ ΟΜΙΛ-ΟΝΤΑ 
Ψυχανάλυση και Παιδί  

Παρόλο που η ψυχανάλυση είναι ολόκληρη επιστήμη, ο στόχος αυτού του εγχειρήματος είναι να βοηθήσει – αν μπορεί κανείς να εντάξει τη ψυχανάλυση σε συνοπτικές θεωρητικές και «διδακτικές» γραμμές, πράγμα αδύνατον! – να βοηθήσει λοιπόν τους γονείς να ρίξουν λίγο φως σε κάτι που συνιστά μια προβληματική ως προς τα παιδιά τους, αλλά και τους ιδίους. Ο ενήλικας δεν είναι τίποτε άλλο άλλωστε από ένα παιδί που υποφέρει την ενηλικίωσή του. Υπάρχει κυρίαρχος ένας λόγος σήμερα για το «πώς να αντιμετωπιστεί» ένα παιδί που εκδηλώνει συγκεκριμένες συμπεριφορές, διάφορες «τεχνικές» που δίνουν μαζικές απαντήσεις στα ερωτήματα των γονιών ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ίδιο το παιδί ως μοναδική οντότητα, την ιστορία του και την ιστορία της ίδιας της οικογένειάς του. Η ομιλία του ίδιου του παιδιού ως προς αυτό που του συμβαίνει έχει αποκλειστεί και αντικατασταθεί από το λόγο των ψυχομετρικών τεστ , του «ειδήμονα» που απαντά στη θέση του παιδιού σε ένα σύμπτωμα παραβλέποντας το αίτιο καθιστώντας το παιδί το ίδιο ως ένα σύμπτωμα που χρήζει επιδιόρθωσης. Η διάγνωση καθησυχάζει το γονέα αλλά πέραν της διάγνωσης αφήνεται μόνος με μια ορολογία και μια σειρά οδηγιών αντιμετώπισης του προβλήματος διάγνωσης, φιμώνοντας το παιδί ως προς το να λογοποιήσει αυτό που του συμβαίνει.  Παρακολουθούμε, ως ψυχαναλυτές, την επαγωγή του όν-τος σε ένα μαζικό ψυχαναγκασμό συλλογής συμπτωμάτων που χρήζουν «επιδι-όρθωσης».

Όλοι πια γνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που συλλαμβάνεται ένα παιδί έχει ήδη ενταχθεί ως οντότητα στον οικογενειακό λόγο. Οι γονείς μιλάνε για το παιδί, το περιμένουν, του φτιάχνουν το δωμάτιο, συζητάνε μεταξύ τους γι αυτή τη νέα παρουσία στη ζωή τους. Αυτό που οφείλουμε να πούμε είναι το παιδί σημαδεύεται ακόμη και από τη στιγμή της σύλληψής του. Η επιθυμία των γεννητόρων του, επιθυμία του ενός προς τον άλλο, η επιθυμία τους ή η απουσία της για ένα παιδί, είναι επίσης σημαντικά στη γέννηση της ύπαρξής του. Στην κλινική ακούμε ένα αναλυόμενο να μιλά για την επιθυμία των γονέων του μεταξύ τους, για εκείνον, για την ιστορία της σύλληψής του, την ιστορία των προγόνων του και κυρίως για το ερώτημα που αφορά στην ύπαρξή του. Δεν μπορεί λοιπόν ένα παιδί που έχει ένα πρόβλημα που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ή που δεν εμπίπτει στη νόρμα να αντιμετωπίζεται ως «χαλασμένο αντικείμενο» που πρέπει να τύχει «επανόρθωσης», αλλά να μπορέσουμε να δούμε πίσω από το σύμπτωμα που εκδηλώνεται τι προσπαθεί να μας πει, τι του συμβαίνει.  Ας μιλήσουμε λοιπόν γενικά για μερικά θέματα που απασχολούν τον γονέα αλλά και το παιδί, ίσως από μια άλλη οπτική που μπορεί να βοηθήσει να καταστεί εφικτός ένας διά-λογος που θα συμπεριλάβει στα πλαίσιά του το ίδιο το παιδί που υποφέρει. 

ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΟΒΙΑ

Η κλινική εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι παιδικές φοβίες είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς γονείς. Η άποψη ότι το παιδί που εκδηλώνει φοβίες είναι «άρρωστο» ή «προβληματικό» βρίθει ανακρίβειας. Άλλο το παιδί του οποίου η δομή είναι φοβική, άλλο το παιδί που εκδηλώνει φοβίες. Αρκετές φορές η φοβία είναι αναγκαία έτσι ώστε το παιδί να μπορέσει να κτίσει την ιστορία του και να μπορέσει να ενταχθεί στον κοινωνικό δεσμό. Το κατά πόσον η φοβία δημιουργεί προβλήματα τα οποία περιορίζουν εμφανώς το παιδί (και τον ενήλικα) στο να λειτουργήσει στην καθημερινότητά του, είναι κάτι που αφορά στο κάθε παιδί ξεχωριστά. Τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για αντιμετώπιση της όποιας παιδικής φοβίας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ίδιο το παιδί, χωρίς την παρουσία του στο κλινικό πλαίσιο και το δικό του Λόγο/Ομιλία, απλά στοχεύουν στην εξόντωση του λεγόμενου «συμπτώματος φοβίας» το οποίο αποτελεί απλά ένα μικρός μέρος εκδήλωσης του ψυχισμού του παιδιού, και δεν αγγίζουν την ψυχική πραγματικότητα του υποκειμένου. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το σύμπτωμα επανεμφανίζεται στην ίδια ή σε άλλη μορφή (αντίδραση, λεγόμενη μαθησιακή δυσκολία, κλπ). 

Οι φοβίες που αναπτύσσουν τα παιδιά δεν έχουν σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο της φοβίας τους (σκοτάδι, σκύλος, κλπ). Τα αντικείμενα αυτά είναι η μετάθεση του άγχους του παιδιού σε ένα αντικείμενο του οποίου έχει προσδώσει μια εικόνα, μια σημασία, την οποία μπορεί να κατα-νοήσει. Η φοβία δημιουργείται ασυνείδητα ως απάντηση, ως νόημα μπροστά σε κάτι στο οποίο δεν μπορεί να συμβολοποιήσει , να «εννοήσει» το παιδί, το Άγχος. Το άγχος δηλαδή προηγείται του συμπτώματος της φοβίας, δεν δημιουργεί η φοβία άγχος. Είναι απάντηση προς ένα άγχος μπροστά στο οποίο το παιδί αδυνατεί να προσδώσει νόημα, διότι το άγχος είναι αινιγματικό, δεν είναι ποτέ αυτό που λέμε «φοβάμαι ένα ανελκυστήρα ή ένα αεροπλάνο» ή μια κατάσταση.

Το άγχος (στα παιδιά ή στον ενήλικα) έχει βαθύτερα αίτια τα οποία δεν αφορούν στο φαινομενολογικό περιβάλλον. Τα αντικείμενα ή οι καταστάσεις που προκαλούν φόβο είναι η απάντηση μπροστά σ’αυτό που αγχώνει το παιδί ή τον ενήλικα, η μετάθεση του αινίγματος του άγχους σε ένα αντικείμενο που γνωρίζει κανείς καλύτερα (ζώα, τέρατα, σκοτάδι, πλήθος, κλπ), έτσι μπορεί να προσδώσει ένα νόημα μπροστά το μη-νόημα του άγχους. Εάν κάποιος μετατοπίζει το άγχος του στα αεροπλάνα μπορεί να οργανώσει τη ζωή του γύρω από την αποφυγή ενός ταξιδιού με αυτό, πράγμα που δίνει τη ψευδαίσθηση ότι το πραγματικό άγχος αφορά σε αυτό το αντικείμενο: το αεροπλάνο, πράγμα που μπορεί κανείς να αποφύγει. Γνωρίζουμε καλά κλινικά ότι αυτό το οποίο ονομάζεται ως φοβία (π.χ. σκύλος) δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που φοβίζει αλλά το αποτέλεσμα ενός άγχους στο οποίο ασυνείδητα πρέπει να προσδώσει κανείς ένα νόημα, ένα όνομα.

Συνήθως τα παιδιά καταφεύγουν ασυνείδητα στις φοβίες για να επεξεργαστούν κάποια θέματα που γι αυτά είναι προβληματικά για το ίδιο μέσα στον ψυχισμό του (σχέση γονέων, οικογενειακή ιστορία, σχέση του παιδιού και των γονέων με τον Συμβολικό Πατέρα, τον ευνουχισμό, κ.ά.). Πρόκειται για μια ασυνείδητη διεργασία που αφορά ξεκάθαρα το προσωπικό ερώτημα που απασχολεί το παιδί μέσα στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί ως ύπαρξη, ως υποκείμενο. 

Το παιδί εκεί μπορεί να αντιμετωπίσει ένα εξωτερικό βίωμα στο οποίο θα εναποθέσει το ερώτημα αυτό που του προκαλεί άγχος και θα προβάλλει επάνω του τη φοβία (φοβία για το νερό, για ένα ζώο, ένα δάσκαλο, γιατρό, εξετάσεις κλπ). Έτσι το παιδί μεταθέτει την αγωνία του πάνω σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να οριοθετήσει μόνο του αυτό που του συμβαίνει.  Γι αυτό και κάποιες φορές δεν πρέπει να «ενοχλήσουμε» τη φοβία, να την «χειριστούμε», αλλά να αφήσουμε το παιδί να κτίσει τη φαντασία του για να μπορέσει να τοποθετηθεί ως υποκείμενο στον κοινωνικό δεσμό. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις φοβίας: η πρώτη αφορά σε ένα σύμπτωμα που μπορεί να αναλυθεί και να επι-λυθεί, και η δεύτερη αφορά στο σύμπτωμα που χρειάζεται το παιδί για να μπορεί να κρατηθεί. Στη δεύτερη περίπτωση δεν συνίσταται η άρση ενός τέτοιου συμπτώματος γιατί το παιδί θα καταρρεύσει.  Γενικά δεν πρέπει να δίνουμε βάρος στις φοβίες που παρουσιάζονται κατά καιρούς από το παιδί, θα πρέπει να το αφήσουμε να κτίσει το νοήμά του μέσα από αυτήν χωρίς βέβαια να την ενθαρρύνουμε ή να της δίνουμε τόσο βάρος. Αν η φοβία καταστήσει το παιδί μη λειτουργικό, να φοβάται να βγει έξω, να κοιμηθεί, ή να λειτουργήσει στον κοινωνικό δεσμό, τότε ίσως υπάρχει φοβική δομή στο παιδί και καλό είναι να συμβουλευτούν οι γονείς ένα ειδικό ο οποίος θα δει το παιδί και θα μιλήσει μαζί του για να εντοπιστεί το αίτιο, τη θέση που καταλαμβάνει το αντικείμενο της φοβίας στο ασυνείδητο του παιδιού, και τη θέση που παίρνει το παιδί ως υποκείμενο στη ζωή του. Σε τέτοια περίπτωση ο «στόχος» δεν είναι να εξαλειφθεί η φοβία αλλά να εντοπιστεί η λειτουργία της στο ψυχισμό του παιδιού, και να συμβολοποιηθεί μέσω του λόγου.  Το να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παιδί να καθησυχάσει τη φοβία του λέγοντας του επιτακτικά ότι δεν πρέπει να φοβάται, ότι ήμαστε δίπλα του, ή προσπαθώντας να επιλύσουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση με τις λεγόμενες «ασκήσεις» και«στόχους», χωρίς να αγγίξουμε το αίτιο της φοβίας πέραν της έκφρασής της - που είναι μόνο το αντικείμενο της - τότε το παιδί θα καθησυχάσει για λίγο αυτό που του συμβαίνει μέχρι να βρει ένα άλλο τρόπο, τόπο, αντικείμενο, ή κατάσταση για να βρει νόημα σε αυτό που του συμβαίνει.

Τα πιο πάνω είναι απλά ενδεικτικά ως προς τη Φοβία ενός παιδιού (ή ενήλικα) και σε καμία περίπτωση δεν απαντούν στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του προσωπική ιστορία την οποία μόνο ο ίδιος μπορεί να λογοποιήσει. Η κλινική της ψυχανάλυσης λειτουργεί ακόμη και σε πολύ μικρές ηλικίες μέσω των διαφόρων πεδίων έκφρασης που χρησιμοποιεί ένα παιδί για να λογοποιήσει αυτό που του συμβαίνει (σχέδιο, παιχνίδι, κ.ά.).

ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΑ

Βλέπουμε συχνά τα παιδιά στις ηλικίες μεταξύ 2-5 χρόνων να μιμούνται το ένα το άλλο, να κλαίνε όταν κλαίει ένα άλλο παιδί, να μιλάνε όπως μιλάει ένας φίλος τους, κλπ. Αυτές οι ταυτίσεις είναι αναγκαίες για την δημιουργία Εικόνας του Εαυτού, τη λεγόμενη «ταυτότητα», το «εγώ» του παιδιού.

Είναι η στιγμή που το «κατοπτρικό εγώ» του παιδιού, αυτό που έχει κτιστεί ως Ιδεώδες του εαυτού του, το Ιδανικό δηλαδή, πρέπει να αντικατασταθεί από το «κοινωνικό εγώ». Αυτό το «ιδανικό εγώ» λοιπόν λαμβάνει διάφορες παρεμβολές από το περιβάλλον, την παρεμβολή των γονιών ή των δασκάλων που απαγορεύουν και επιβάλλουν το όριο, των συνεπειών που κοστίζουν στο παιδί όταν κάνει κάτι το οποίο προκαλεί στο ίδιο ένα όριο. Όταν ας πούμε χτυπήσει πάνω σε ένα τραπέζι ή αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να σκαρφαλώσει κάπου χωρίς να χτυπήσει, αυτό είναι μια μορφή οριοθέτησης μπροστά στην παντοδυναμία της ιδεώδους εικόνας που έχει για τον εαυτό του. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, ή να φέρεται όπως θέλει γιατί κάτι έρχεται να το οριοθετήσει, είτε αυτό είναι η απαγόρευση του γονιού, του δασκάλου, ή ενός άλλου παιδιού. Εκεί εισάγεται το «κοινωνικό εγώ» ή καλύτερα αυτό που λέμε κοινωνικός δεσμός, όπου το παιδί αντιλαμβάνεται ότι υπόκειται στους κανόνες της κοινωνίας και δεν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει πάντα. Το παιδί εκεί ματαιώνεται, θυμώνει, απογοητεύεται.  Σ’αυτή την κρίσιμη μετάβαση από το «Ιδανικό Εγώ» στο «Κοινωνικό Εγώ», εκεί όπου μπαίνει ο νόμος δηλαδή, το παιδί είτε θα  αποδεχτεί την ένταξή του στον κοινωνικό δεσμό, πράγμα που μοιάζει με ματαίωση, είτε θα αναπτύξει φθόνο, ανασφάλεια, ή εχθρότητα προς τους άλλους.
 
Όλα αυτά δεν είναι ανησυχητικά, είναι μέρος της  ένταξης του παιδιού στον κοινωνικό δεσμό. Πολλές φορές μπορεί να δοκιμάζει και τα προσωπικά του όρια εν σχέση με τη διαφοροποίηση από τα όρια του άλλου γι αυτό και μπορεί να εκδηλώνει επιθετικότητα. 

Κάποιες φορές όμως το παιδί μπορεί να εκδηλώσει βία προς τον άλλο, τον όμοιό του, το συμμαθητή, το φίλο του, ακόμα και τους γονείς του, είτε μονίμως χτυπώντας άλλους, είτε έχοντας επικίνδυνα ξεσπάσματα που μπορεί να στρέφονται και προς τον εαυτό του. Η επιθετικότητα, ο θυμός δεν είναι ισότιμα της βίας, αυτό το γνωρίζουμε καλά κλινικά. Βλέπουμε όμως και τη βία να παίρνει σάρκα και οστά στα σχολεία σήμερα μέσω του λεγόμενου bullying. Η βίαιη συμπεριφορά δεν ανήκει στα όρια του κοινωνικού. Η επιθετικότητα απαντά από ένα εύθραυστο εγώ όπου προσπαθεί το παιδί να κατακτήσει την ανεξαρτησία του, ενώ η βία είναι η ενόρμηση που δεν επιδέχεται μετουσίωσης ώστε να μπορέσει το παιδί να τη χειριστεί, να τη μετουσιώσει σε κάτι δημιουργικό: αθλητισμό, τέχνη, κλπ. Είναι η ενόρμηση που δεν επιδέχεται τη διαμεσολάβηση του Νόμου που οριοθετεί το παιδί. Το παιδί που εκφράζει βίαιη συμπεριφορά δεν είναι βίαιο μόνο προς τον άλλο - το φίλο, τον όμοιό του, αφού σε μικρές ηλικίες χρειάζεται τις ταυτίσεις με τον μικρό άλλο - αλλά βίαιο ουσιαστικά ως προς την εικόνα του εαυτού του. Αυτός ο όμοιος - που είναι το ίδιο το «εγώ» - παραπέμπει στην εύθραυστη εικόνα του παιδιού προτού αποκτήσει μια συνεκτική εικόνα του εαυτού του (γύρω στα 6-18 μηνών), κι εκεί ο άλλος μπορεί να γίνει απειλητικός, μισητός και πρέπει να καταστραφεί. 

Εκεί το παιδί συναντά το αδύνατο του απο-χωρισμού από τη Μητέρα είτε γιατί η Λειτουργία του Πατέρα (κι όταν το λέμε αυτό δεν εννοούμε τον πραγματικό βιολογικό πατέρα), ως νόμο, ως όριο στη σχέση Μητέρας-Παιδιού δεν περάστηκε, είτε γιατί η Μητέρα δεν εισήγαγε τον τρίτο όρο (το Όνομα-του- Πατέρα) στη δυαδική σχέση της με το παιδί – η οποία το καθιστά αντικείμενο και όχι υποκείμενο, μια άλλη ξέχωρη οντότητα, είτε γιατί το παιδί μπροστά στον ευνουχισμό του νόμου που το ματαιώνει δεν μπόρεσε να πει «δέχομαι», δηλαδή να παραχωρήσει τη ναρκισσιστική θέση του στην κοινωνική, είτε για άλλους λόγους που αφορούν την ιστορία του. Αυτό δε σημαίνει ότι ο γονέας ευθύνεται για αυτό αλλά ότι το ίδιο το παιδί δεν μπόρεσε να συμβολοποιήσει κάτι στη λειτουργία της εικόνας του. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι μια λέξη, μια έκφραση, μια σκηνή μπροστά στην οποία μπορεί να βρεθεί το παιδί και που ίσως για ένα ενήλικα να μην έχει σημασιολογική χροιά για τον ενήλικα αλλά το παιδί μπορεί να κτίσει επάνω σε αυτό μια ιστορία που μπορεί να το καθορίσει. Αυτό ονομάζει ο Λακάν «ενδεχόμενο». Γι αυτό λέμε ότι είναι σημαντική η συμμετοχή του παιδιού, η ομιλία του, σε μια ανάλυση, μια θεραπευτική διαδικασία, γιατί το αφορά άμεσα. 

Συνεχίζοντας επί του θέματος της βίας, συνήθως αυτά τα παιδιά δεν έχουν ροή στο λόγο τους, ίσως τραυλίζουν ή δεν ολοκληρώνουν τις προτάσεις τους, ή οι προτάσεις δεν κάνουν νόημα, οι λέξεις κάποιες φορές επίσης δεν κάνουν νόημα γι αυτά πέραν του πραγματικού, είναι ανήσυχα, το σώμα τους βρίσκεται σε διαρκή κίνηση χωρίς να ησυχάζει, δεν μπορούν να λειτουργήσουν στο κοινωνικό χωρίς επιθετικότητα ή αποδομητική συμπεριφορά στην ομάδα, κ.ά.. Δεν αισθάνονται ενοχές για τη συμπεριφορά τους, ή επαναλαμβάνουν την ίδια συμπεριφορά αμέσως μετά που θα τα εξαναγκάσουν να ζητήσουν «συγνώμη». Επειδή όμως παρόμοια συμπεριφορά έχουν κατά καιρούς και παιδιά που απλά διαπραγματεύονται τα όριά τους μέσα από επιθετικότητα σε τέτοιες ηλικίες – πράγμα φυσιολογικό, καλό είναι οι γονείς να επισκεφθούν ένα ειδικό που θα μπορέσει να βοηθήσει το παιδί να συμβολοποιήσει αυτό που του συμβαίνει.

ΔΙΑΖΥΓΙΟ και ΠΑΙΔΙΑ

Στην κλινική παρουσιάζονται πολλοί γονείς που έχουν αγωνία ως προς το πώς θα ανακοινώσουν στο παιδί τους ένα διαζύγιο. Θεωρούν ότι τα παιδιά τους δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα στη σχέση των γονιών του διότι του «κρύβουν» πράγματα. Αυτό δεν είναι παρά ένας μύθος. Τα παιδιά γνωρίζουν για τη σχέση μεταξύ των γονιών τους είτε πρόκειται για μια σχέση όπου υπάρχει η επιθυμία μεταξύ των, είτε όταν υπάρχει πρόβλημα, ακόμη και όταν υπάρχει ένα πρόβλημα που δεν αφορά αυτή τη σχέση αλλά την οικογένεια ολόκληρη.

Ένα παιδί δεν είναι ανεξάρτητο του οικογενειακού πλαισίου, ακούει, βλέπει, γνωρίζει. Εάν υπάρχει πρόβλημα στη μεταξύ των γονέων σχέση αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το ίδιο το παιδί. Αυτό είναι σημαντικό να το καταλάβουμε. Πολλές φορές λογοποιεί το ίδιο το παιδί μια προβληματική στη σχέση που υπάρχει μεταξύ των γονιών του μέσα από ένα σύμπτωμα, ακόμη και όταν οι ίδιοι οι γονείς αγνοούν το πρόβλημα ή «κάνουν ότι δε συμβαίνει τίποτα». Κλινικά ακούμε πολλούς αναλυόμενους να μιλάνε για «μυστικά» που υπάρχουν στην οικογένεια, «μυστικά» που έκρυψαν οι γονείς τους από τους ίδιους, και των οποίων οι γονείς δεν γνωρίζουν ότι ήδη το παιδί τους ήξερε. Ένα «οικογενειακό μυστικό» που «δε λέγεται», δεν λογοποιείται, είναι και αυτό πάνω στο οποίο το παιδί πιθανώς να κτίσει μια ολόκληρη φαντασίωση που θα το καθορίσει στην ενήλικη ζωή του.
 
Τα παιδιά βιώνουν τις δύσκολες σχέσεις των γονέων του στην καθημερινότητά τους μόνα τους και πολλές φορές χωρίς να λογοποιήσουν ότι γνωρίζουν τι γίνεται μέσα στο σπίτι όταν οι ίδιοι οι γονείς δεν θέλουν να μιλήσουν γι αυτό. Μέσα σε όλα αυτά, πέραν μιας κατάστασης στα πρόθυρα διαζυγίου πρέπει να αντιληφθούμε ότι ένα παιδί καταλαβαίνει ότι μια σχέση δεν είναι ρόδινη, το ίδιο το παιδί βιώνει δικές του σχέσεις που δεν είναι πάντα ομαλές. Σε κάθε σχέση (ερωτική, φιλική, εργασιακή) οι διαφωνίες υπάρχουν. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι η μητέρα ή ο πατέρας είναι στεναχωρημένοι και εάν δεν μπορέσουμε να εξηγήσουμε τα δεδομένα μιας σχέσης που δεν στερείται διαφωνιών, να παραδεχθούμε ότι αντιμετωπίζουμε κάποια προβλήματα, ότι δυσκολευόμαστε, τότε το παιδί δε θα μπορεί ούτε το ίδιο να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στις δικές του σχέσεις ή στη ζωή του, αλλά επίσης μπορεί να αναλάβει το ρόλο του να «κάνει καλά» τη μαμά ή τον μπαμπά, ρόλος που δεν επιδέχεται από-χωρισμό από τον γονεϊκό, πράγμα που θα καταστήσει το παιδί ένα μη ανεξάρτητο ενήλικα, ένα επιθυμών υποκείμενο ανεξάρτητο από τον γονεϊκό Άλλο.

Τα άγχη των γονιών δεν αφήνουν αδιάφορο το παιδί αλλά αντίθετα έχουν σημαντικά επιτελέσματα πάνω τους. Αρκετοί γονείς θεωρούν ότι αποφεύγοντας τους τσακωμούς μπροστά στα παιδιά τους, κρατώντας μυστικά, ή λέγοντας ψέματα στα παιδιά, ότι έτσι τα προστατεύουν. Είναι εντελώς λανθασμένη αυτή η άποψη αφού το παιδί βλέπει ξεκάθαρα τους γονείς να δυσκολεύονται στη μεταξύ τους σχέση, μια σχέση που το καθορίζει ως ύπαρξη στον κόσμο και ως υποκείμενο επιθυμίας, εξετάζει το κάθε τους βλέμμα και την κάθε τους κίνηση, επομένως δεν μπορεί να του ξεφύγει τίποτε απ’ ότι συμβαίνει στο σπίτι. Οι συμπεριφορές που γίνονται με πρόθεση να «προστατεύσουν» το παιδί (ψέματα ότι όλα είναι καλά κλπ) είτε δίνουν στο παιδί την πεποίθηση ότι φταίει για το τι γνωρίζει ήδη ότι συμβαίνει ή ότι οι γονείς του δεν μπορούν να προστατεύσουν ούτε το ίδιο από αυτό που οι ίδιοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Αρκετές φορές αναγκάζεται να δημιουργήσει νόημα σε ό,τι συμβαίνει – και δεν είναι ξεκάθαρο – κατασκευάζοντας μια ιστορία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό που δεν λέγεται είναι χειρότερο από αυτό που λογοποιείται διότι μέσα από το λόγο ξεκαθαρίζουν τα πράγματα.

Ό,τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι, μέσα στην ιστορία της οικογένειας αφορά άμεσα το παιδί. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ακόμη και η πιο «σκληρή» αλήθεια τοποθέτησε ένα «προβληματικό» παιδί στην ιστορία του στην οικογένεια και το απάλλαξε από το βάρος καθιστώντας το λειτουργικό. Τα παιδιά είναι πολύ πιο «θαρραλέα» απ’ότι νομίζουμε, βρίσκουν λύση στις δυσκολίες που  αντιμετωπίζουν διότι δεν έχουν ακόμη εγκατασταθεί οι άμυνές τους. Ο ενήλικας είναι αυτός που δυσκολεύεται με την πραγματικότητά του. Τα περισσότερα προβλήματα ή «προβληματικές  συμπεριφορές» που παρατηρούμε σε παιδιά διαζευγμένων γονιών προκύπτουν από την απουσία λογοποίησης του προβλήματος, ή της σωστής τοποθέτησης του προβλήματος, παρά από το ίδιο το διαζύγιο.  Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι εάν υπάρχει πρόβλημα στη σχέση των γονιών το παιδί ήδη το έχει αντιληφθεί και οφείλουμε να του μιλήσουμε. Αν οι γονείς δυσκολεύονται πρωτίστως πρέπει να δουν τι είναι αυτό που δυσκολεύει τους ίδιους, και μετά να δουν πώς θα μιλήσουν στο παιδί.

Σίγουρα η συμβολή κάποιου ειδικού θα βοηθήσει όχι όμως εάν το «πρόβλημα» ανατεθεί στον ειδικό με την αίσθηση ότι ο ίδιος ο γονέας απαλλάσσεται από την ευθύνη να καταλάβει τι συμβαίνει στον ίδιο και τι επιπτώσεις έχει μια τέτοια απόφαση για τον ίδιο. Κάποιοι γονείς επειδή δεν μπορούν οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν το άγχος του διαζυγίου – πράγμα δύσκολο αφού ένα τέτοιο γεγονός εγκαλεί και θέματα που ο ίδιος δεν αντιμετώπισε στην ιστορία του – τοποθετούν τα πρόβλημα στο παιδί τους.  Άλλες φορές, όταν το παιδί χρησιμοποιείται από τον ένα του γονέα ως αντικείμενο εκδικητικά απέναντι στον άλλο, τότε η εικόνα που έχει για τους γονείς του απο-επενδύεται με δύσκολα αποτελέσματα, είτε αναλαμβάνει ένα ρόλο που του ανατέθηκε ο οποίος το καθιστά ανίκανο να αντεπεξέλθει.

Ομιλία Έλενας Κωνσταντίνου στην Ομάδα Μελέτης "Ψυχανάλυση και Παιδί"

ΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 

Elena Konstantinou Logo Psychoanalysis

© Copyright Elena Konstantinou Psychoanalyst

bottom of page