Ιδεοψυχαναγκαστική Νεύρωση
Οι διαγνωστικές κατηγορίες (διαταραχές, εξαρτήσεις, κλπ) είναι ετικέτες για τα διάφορα συμπτώματα ή δυσκολίες που εμφανίζει ένας άνθρωπος σε μια δεδομένη στιγμή. Η ετικέτα δεν αγγίζει τη συνολική δομή του ψυχισμού του όμως, ούτε προτείνει τίποτε πέραν της συμπεριφορικής ή φαρμακευτικής αγωγής.
Στην ψυχανάλυση αυτό που καθορίζει τη δομή (ας την σκεφτούμε ως διαγνωστική κατηγορία) του υποκειμένου αφορά μια θέση και όχι ένα σύμπτωμα. Στην κλινική για παράδειγμα διαπιστώνεται πως κάποια συμπτώματα διαπερνούν διαφορετικές δομές. Ενδέχεται δηλαδή ένας άνθρωπος (υπο-κείμενο στην ψυχανάλυση) με διαγνωσμένη ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση να έχει χαρακτηριστικά που ανήκουν στην δομή της υστερίας ή της διαστροφής, ή και το αντίστροφο. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα πως η θέση του κάθε ενός, ξεχωριστά, είναι εκείνη που θα καθορίσει την κλινική δομή και όχι τα διάφορα – και πολυποίκιλα – συμπτώματα, που άλλωστε δεν βρίσκουν μια μόνιμη έκφραση στο ένα ή στο άλλο σύμπτωμα, αλλά διαφοροποιούνται. ‘Ενας άνθρωπος που έχει διαγνωστεί με τη διαταραχή κρίσεων πανικού μπορεί κάποια στιγμή να μην εμφανίζει τα συμπτώματα αλλά να παρουσιάσει συμπτώματα θλίψης ή αυτό που του συμβαίνει να εμφανιστεί στο σώμα του (λεγόμενη σωματοποίηση).
Η διάγνωση καταναγκασμός είναι παραπλανητικός γιατί υπονοεί πως κάθε καταναγκαστική συμπεριφορά ανήκει στην κατηγορία (δομή) του ιδεοψυχαναγκασμού, και αυτό είναι σημαντικό να το γνωρίζουν οι κλινικοί. Ας μιλήσουμε λίγο για την ιδεοψυχαναγκαστική δομή. Υπάρχει ένα ερώτημα που διαφοροποιεί τη νεύρωση από τη ψύχωση, ένα υπαρξιακό ερώτημα που αναδύεται πολύ νωρίς: «ποιος είμαι;». Αυτό το ερώτημα και τα παράγωγά του – «γιατί είμαι εδώ;» ή «τι θέλει από μένα;» - απαντιέται με αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζεται θεμελιακή φαντασίωση. Τα ερώτημα της ύπαρξης στον κάθε ένα δεν είναι φιλοσοφικό και δεν είναι συνειδητό. Το κάθε παιδί αναρωτιέται για την ύπαρξή του και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να γνωρίζουμε. Εκφράζεται ποικιλοτρόπως, μέσα από τις ερωτήσεις του παιδιού προς τους γονείς του, τις ταυτίσεις του, τα παιχνίδια του, τις αντιδράσεις του. Ο κάθε ένας προσπαθεί να βρει τη θέση του στη ζωή. Η απάντηση που θα δοθεί από το ίδιο το παιδί σε ένα τέτοιο ερώτημα εάν προκύψει – διότι ίσως και να μην προκύψει οπότε εκεί μιλάμε για άλλη δομή – θα αποτελέσει και την βάση του (την φαντασίωση) επάνω στην οποία θα κτίσει αυτό που ονομάζουμε κοινά «προσωπικότητα» (ορολογία που απέχει πολύ από την πραγματικότητα της ψυχικής οικονομίας αλλά για λόγους κατανόησης θα τη χρησιμοποιήσουμε εδώ).
Το ερώτημα αυτό – ποιος είμαι; - έχει διαφορετικές εκφάνσεις σε κάθε δομή. Στην υστερική δομή τα ερωτήματα «τι είμαι για τον Άλλο;» και «είμαι άνδρας ή γυναίκα;» είναι κυρίαρχα, ενώ στον ιδεψυχαναγκασμό θα γίνει «είμαι ζωντανός ή νεκρός;», πράγμα που μας λέει πολλά για το σαιξπηρικό «να ζει κανείς ή να μη ζει;» ή το Ντεκάρτ με το «σκέφτομαι άρα υπάρχω»! Ο άνθρωπος με ιδεοψυχαναγκαστική δομή σκέφτεται και ουσιαστικά ζει όταν σκέφτεται. Αυτό το «σκέφτομαι» είναι που διαχέεται σε μια καταμέτρηση, όσο μετρά (χρήματα, ερωμένες, επιτυχίες, κατακτήσεις) τόσο πιο πολύ σκέφτεται, τόσο πιο πολύ…μετρά. Έτσι τιθασεύει το άγχος που αργά ή γρήγορα θα τον συναντήσει είτε με την πατρότητα, μια ξαφνική αλλαγή στην εργασία του, ή στον τρόμο της δυσλειτουργίας της στύσης ή της πρόωρης εκσπερμάτωσης.
Εκεί τίθεται το θέμα της επιθυμίας, της δικιάς του και του άλλου: του αφεντικού του, της ερωμένης του, της γυναίκας του… Η επιθυμία είναι εκείνο που βραχυκυκλώνει τον ιδεοψυχαναγκαστικό και αυτό αναδύεται ξεκάθαρα κυρίως στην ερωτική συνάντηση όπου το «σκέπτεσθαι» οφείλει κανείς να το αφήσει όταν έρχεται ένας οργασμός, είτε ο δικός του είτε της συντρόφου του. Ο αυνανισμός έχει επίσης κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε στη δομή αυτή. Είναι συχνό φαινόμενο να μιλάει ο ιδεοψυχαναγκαστικός για τον αυνανισμό και με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μετρήματος (συχνότητα, φαντασιώσεις, χρόνος, κλπ). Είναι μία πράξη που δεν αφορά τον άλλον και κυρίως δεν αιτείται να αφήσει κανείς τη σκέψη.
Συχνά συναντάμε σε μια τέτοια δομή την αλλαγή σεξουαλικών συντρόφων, και αν επικεντρωθούμε σε άντρες ιδεοψυχαναγκαστικούς τότε θα παρατηρήσουμε πως η ερωτική σύντροφος είναι αρκετά αντικαταστάσιμη. Αυτό όσον αφορά την ερωτική πράξη, διότι σε ό,τι αφορά την αγάπη, εκεί αλλάζει το πράμα. Όπως είπε ο Λακάν στο Σεμινάριο IV «από την εμπειρία μας είναι τελείως σαφές ότι η αγάπη και η επιθυμία είναι δύο διαφορετικά πράγματα, και ότι θα πρέπει να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, και να παραδεχτούμε ότι κάποιος μπορεί να αγαπά, υπερβολικά μάλιστα, ένα πλάσμα, κι όμως να επιθυμεί άλλο». Ο ιδεοψυχαναγκαστικός άνδρας αγαπάει πολύ τη γυναίκα του αλλά επιθυμεί άλλες γυναίκες, συνήθως εκείνες «που δεν κάνουν για σχέση». Ή ερωτεύεται παθιασμένα αυτή που δεν μπορεί να γίνει δική του ή έχει στη φαντασίωσή του μια γυναίκα που είναι τόσο μοναδική ώστε να μην υπάρχει. Έτσι διατηρείται κάπως το «αδύνατο» της επιθυμίας, δηλαδή εκεί που συναντά την επιθυμία του ή την επιθυμία του Άλλου, το βάζει στα πόδια. Γι αυτό και είναι συνήθως αρκετά «πιστοί» στο θέμα αποφάσεων του ζευγαριού. Κάνει εκείνο που υποθέτει πως «θέλει» - για την ακρίβεια του ζητά – η γυναίκα του δίνοντας την εντύπωση πως «ικανοποιεί» τα καπρίτσια της ενώ στην ουσία έτσι ακριβώς τοποθετεί την επιθυμία της σε μια απόσταση. Το να ακολουθεί κανείς άλλωστε δεν υπάγεται στα πλαίσια της επιθυμίας. Είναι όμως εξαιρετικά πιστός, ένα πιστός στο Θεό, στην ιδεολογία, στην επιστήμη.
Στο κλινικό πλαίσιο η ιδεοψυχαναγκαστική δομή εμφανίζεται να δυσκολεύεται πολύ, γιατί ο ελεύθερος συνειρμός θα αποκαλύψει στο υποκείμενο πως «δεν είναι κύριος στο σπίτι του». Και ο ιδεοψυχαναγκαστικός πιστεύει πως είναι. Γι αυτό και θα δυσκολευτεί πολύ να σταθεί σε ένα lapsus ή σε ένα όνειρο που είδε. Ό,τι δεν υπάγεται του συνειδητού και επομένως της σκέψης, δεν υπάρχει. Αυτό όμως δεν υπονοεί πως ο ιδεοψυχαναγκαστικός εν μπορεί να θέσει ερώτημα για την ύπαρξή του - το κύριο του ερώτημα είναι αυτό άλλωστε - και σε κλινικό πλαίσιο ώστε να μπορέσει να απεκδυθεί της αναστολής του και να συναντήσει τον εαυτό του.